- άλλιον
- το чеснок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοραλλιοπλάστης — κοραλλιοπλάστης, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια από κοράλλια 2. (κατ άλλους) αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια κορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης. Κατ άλλη… … Dictionary of Greek
πρασιά — (allium). Με την ονομασία αυτή (λέγεται και αγριοπρασιά), χαρακτηρίζονται 3 φυτά. Το 1ο, που επιστημονικά ονομάζεται άλλιο το μέλαν ανήκει στην οικογένεια των λειλιδών. Είναι πολυετής πόα, με βλαστό ισχυρό κυλινδρικό, ύψους 40 80 εκ., με βολβό… … Dictionary of Greek